- τριοξυμεθυλένιο
- το, Ν (χημ.-φαρμ.)άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης τριοξάνιο, η οποία χρησιμοποιείται για τη διατήρηση αποστειρωμένου υλικού.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. trioxymethylene < tri- (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + oxy- < oxygen, πρβλ. οξυγόνο) + methylene «μεθυλένιο»].
Dictionary of Greek. 2013.